ανακλαστος

ανακλαστος
    ἀνάκλαστος
    ἀνά-κλαστος
    2
    грам. производный
    

(ὀνόματα, οἷον ὅ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανακλαστος" в других словарях:

  • ανάκλαστος — η, ο (Α ἀνάκλαστος, ον) [ἀνακλῶ] ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση αρχ. λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα …   Dictionary of Greek

  • ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»